-
1 лопнуть
ρ.σ.1. σπάζω, κόβομαι, σχίζομαι• σκάζω•стакан -ул το ποτήρι έσπασε•
верв-ка -ла η τριχιά κόπηκε•
шина -ла το λάστιχο έσκασε.
2. βλ. лопаться (1,2,3 σημ.).εκφρ.терпение -ло – η υπομονή εξαντλήθηκε•со смеху σκάζω από τα γέλια•лопнуть со злости – σκάζω από το κακό•лопнуть от гнева – σκάζω από το θυμό•лопнуть от злобы – σκάζω από την κακία•лопнуть от зависти – σκάζω από τη ζήλεια•лопни (мой) глаза – (όρκος) να μου βγούνε τα μάτια•хоть лопни – (για μάταιες προσπάθειες) βρε να σκάσεις.
См. также в других словарях:
σκιάζω — (I) ΝΑ [σκιά] 1. καλύπτω με σκιά («Ἄθως σκιάζει νῶτα Λημνίας βοός», Σοφ.) 2. (σχετικά με ζωγραφική) σχηματίζω σκιά με βαθείς χρωματισμούς νεοελλ. εμποδίζω με το σώμα μου τη δίοδο τών φωτεινών ακτίνων, δημιουργώ σκιά αρχ. 1. καλύπτω, κρύβω («τὸ… … Dictionary of Greek